Το μοναδικό φως στη γύρω περιοχή προερχόταν από τον αριστερό προβολέα του αυτοκινήτου μου -ο δεξής ήταν καμένος εδώ και μέρες- ενώ η βροχή έπεφτε με μανία στο σκοτεινό δρόμο. Βρισκόμουν στην άκρη ενός μικρού χωριού που, ακόμα κι όταν πέρασα από την πλατεία του, μου φάνηκε άδειο.
Ο δρόμος ήταν μεν ασφαλτόστρωτος, μα πολύ παλιός. Το οδόστρωμα ήταν φαγωμένο και οι μεγάλες λακούβες ήταν συχνότερες από τις περιοχές με ομαλή άσφαλτο. Όλες οι λακούβες είχαν μετατραπεί σε μικρές λίμνες και κάθε φορά που κάποιος τροχός έπεφτε μέσα, νόμιζα πως δε θα ξανάβγαινε. Οι γέρικες αναρτήσεις του αυτοκινήτου έτριζαν όλο και πιο έντονα.
Μόλις που ξεχώριζα γύρω μου κάποια περιγράμματα. Ένα σπίτι μάλλον. Με γκαράζ. Ένα περίπτερο πιο δίπλα. Ο άνεμος πηγαινοέφερνε την τέντα του σαν τρελαμένη. Δύο ημιφορτηγά σταθμευμένα στην άκρη του δρόμου πιο κάτω. Ένα χωράφι πριν από τα επόμενα δύο σπίτια. Λουλούδια και δέντρα χόρευαν στους πιο έντονους ρυθμούς της ζωής τους κάτω από τους ουρανόθεν ασταμάτητους υδάτινους πυροβολισμούς. Κι όλα αυτά, στα αριστερά μου -στα δεξιά δεν έβλεπα τίποτε καθαρά.
The Complete Post..