Κι αφού κατάλαβε πως δε μπορούσε να περιορίσει αυτήν τη σκέψη μοναχά εντός των τειχών του νου του, την έστειλε προς τα έξω με μια φοβερή κραυγή κατευθείαν από την καρδιά του· μια κατάρα τόσο ειλικρινή, που έφερε άμεσο αποτέλεσμα.
"Καταραμένος ο φταίχτης! Θάνατος! Να πεθάνει αυτός που με κατάντησε έτσι! Να πεθάνει τώρα αυτός που με οδήγησε σε αυτήν την κατάντεια στη ζωή μου. Τριάντα χρονών, να δουλεύω μέρα-νύχτα, κάθε μέρα, για ένα μισθό που μόλις που με κρατά στη ζωή. Να με εκμεταλλεύονται και να μη μπορώ να αντιδράσω, από φόβο μη χάσω αυτήν τη δουλειά. Αυτήν τη δουλειά που με θέλουν να θεοποιώ και να είμαι ευγνώμων που έχω. Που η κοινωνία θέλει να χαίρομαι που την έχω. Να πεθάνει αυτός που με έφερε σε αυτήν τη θέση: να φτάνω στα όρια της υπομονής και της αντοχής μου και να διασχίζω μπρος-πίσω καθημερινά τα σύνορα μεταξύ λογικής και παράνοιας και να πρέπει να τα παίρνω όλ'αυτά σαν φυσιολογικά και το μόνο παράλογο να είναι η σκέψη να παρατήσω αυτήν τη δουλειά. Αυτήν τη δουλειά που δε μου αφήνει χρόνο να δω τους φίλους και την οικογένειά μου, να παίξω ξέγνοιαστα με το γάτο μου, να κάνω κάτι για μένα-μια βόλτα για φωτογραφίες, μια ζωγραφιά, ένα κείμενο, να διαβάσω ένα βιβλίο, να γυμναστώ. Αυτήν την κωλοδουλειά που μου απαγορεύει ρητώς να περάσω τα Χριστούγεννα και το Πάσχα με την οικογένειά μου, να έχω ελεύθερες μέρες το καλοκαίρι για διακοπές. Να πεθάνει τώρα αυτός που με υποχρεώνει να παραμένω σ'αυτήν τη δουλειά που η κοινωνία θεωρεί ότι πρέπει να μου είναι αρκετή και να μου περισσεύει κιόλας. Αυτήν τη δουλειά που μου γαμά την ψυχολογία, καταστρέφει την αυτοεκτίμηση και μηδενίζει τον αυτοσεβασμό μου, κατακρεουργώντας έτσι και την οποιαδήποτε πιθανότητα εύρυθμης λειτουργίας στην προσωπική μου ζωή. Καταραμένος να είσαι! Να πεθάνεις τώρα, εσύ που είσαι ο υπαίτιος για την τεράστιά μου δυστυχία", ούρλιαξε κι αμέσως έγειρε νεκρός, ο μέχρι τότε υγιέστατος νέος.