Ο μεθυσμένος κόκορας λαλεί απ'τις εννιά
ενώ οι ειδήσεις δεν έχουν τελειώσει ακόμα.
Εγώ εδώ, πίνω κρασί απ'τα παλιά
και σκέφτομαι τι θα 'κανα για ένα φιλί στο στόμα.
Ένα φιλί σου απ'αυτά
που ξεχειλούν αγάπη,
που μόλις τελειώνουν, φανερά
μου κλέβουν πάντα κάτι.
Ένα κομμάτι απ'την καρδιά,
απ'το μυαλό, απ'το σώμα,
χάνω κάθε φορά ξανά, ξανά, ξανά
τα δυο σου χείλη όταν φεύγουνε απ'το δικό μου στόμα.
Υγρή γομολάστιχα πορφυρή,
-μυρίζει Θείο αίμα-,
το εργαλείο του μυαλού
να διαγράψει τις στιγμές, κι ίσως μαζί κι εσένα.
Έλα όμως που αύριο θα έχει ξεμεθύσει
ο κόκορας ο τυχερός
και θα μπορέσει, καθαρός,
τη ζωή του απ'όπου έμεινε, απλά να συνεχίσει.
Κι εγώ θα μείνω πάλι εδώ, του νου φυλακισμένος
να σκέφτομαι εμάς τους δυο,
τα αν, τα τι, γιατί, και ποιος
έστω αν γινόταν κάτι άλλως πως
ο δρόμος που πλέον βαδίζουμε
αλλιώς θα'ταν στρωμένος.
Το πρόσωπό σου τ'όμορφο, αχ, έχει ξεθωριάσει
μέσα στο χρώμα του κρασιού,
στο τέλος κι αυτού του ποτηριού
κι εύχομαι τώρα που πια δεν το θωρώ
σε κάποιον άλλον, πιο καλό
ξαν'ας χαμογελάσει.
Κι εγώ θα μείνω πάλι εδώ, του νου φυλακισμένος
να σκέφτομαι εμάς τους δυο,
τα αν, τα τι, γιατί, και ποιος
έστω αν γινόταν κάτι άλλως πως
ο δρόμος που πλέον βαδίζουμε
αλλιώς θα'ταν στρωμένος.
Σκοτάδι εντός κι εκτός κι επί τ'αυτά
κι η στεναχώρια μου τους πόνους μου αθροίζει
φοβάτ'ο νους μου να τους δει πιο καθαρά
κι όλες τις σκέψεις στο κρασί ξανά βαφτίζει.
Το πρόσωπό σου τ'όμορφο, αχ, έχει ξεθωριάσει
μέσα στο χρώμα του κρασιού,
στο τέλος κι αυτού του ποτηριού
κι εύχομαι τώρα που πια δεν το θωρώ
σε κάποιον άλλον, πιο καλό
ξαν'ας χαμογελάσει.