Στην επιστροφή
είδα τ'αχνάρια των ποδιών μου
στο μαλακό χώμα
ανάμεσα στις πέτρες.
Στάθηκ'από πάνω τους
κι έμεινα να τα κοιτάζω,
καθώς ιδρώτας κι αίμα
έσταζαν απ'το σώμα και το κεφάλι μου,
μετατρέποντας το ξερό χώμα σε πηλό.
Αφού ηρέμησε η αναπνοή μου
και ξαπόστασε το στήθος μου,
γονάτισα δίπλα στα περιγράμματα
και τα χάιδεψα με τα δάχτυλα.
Έν'απαλό ρεύμα αέρα πέρασε
κάνοντας εκείνο το δευτερόλεπτο
λίγο πιο υποφερτό.
Κοιτάζοντάς τα,
ακίνητα όπως ήταν,
διερωτήθηκα.
Εκφράζουν ακόμα
την κίνηση
και την κούραση
και την ένταση
του σώματός μου,
τη στιγμή που τα δημιουργούσε;
Πότε ήμουν εδώ;
Πόσος χρόνος πέρασε από τότε;
Πόσος κόσμος προσπέρασε τ'αχνάρια μου,
αγνοώντας τα;
Πόση ζωή σπαταλήθηκε
μέχρι που τα βρήκα;
Πριν από λίγο,
δεν ήμουν εδώ ακριβώς;
Γονατισμένος ακόμα,
έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά.
Πάνω απ'το δάσος,
ο ήλιος κι η σελήνη
συγκατοικούσαν στον σκουρογάλανο ουρανό.
Κι η πεύκη,
με μια απειροελάχιστη κίνηση,
έριξε τη σκιά της
μισό χιλιοστό πιο πέρα,
ίσα για να χωρέσει μια ηλιακτίδα
να περάσει τη φυλλωσιά της
και να καρφωθεί στην ίριδά μου,
τυφλώνοντάς την.