Θα γράψω σ'άχρηστο χαρτί, σε ξεσκισμένο φύλλο
πως νιώθω σαν τον έσχατο του γαλαξία ψύλλο.
Τον ψύλλο τον ελάχιστο, τον περιφρονημένο,
κι ότι με θράσος περισσό να υπάρχω επιμένω.
Θα γράψω πως αγάπησα μιαν όμορφη ιδέα·
σελήνης τριανταφυλλιά, ερήμου ορχιδέα.
Τη λάτρεψα, μα έπεσα στου νου μου μιαν παγίδα
κι ό,τι ωραίο μου 'δωσε, πολύ αργά το είδα.
Θα γράψω πως μετάνιωσα και κάθε μέρα κλαίω,
για κείνο που 'χα κι έχασα,τ'όμορφο, το σπουδαίο.
Θα γράψω ονειρεύτηκα ωχρά μιαν ευτυχία,
μα -φεύ!- την έδιωξα γοργά- απόφαση αθλία.
Δεν ήρθε, δεν εφάνηκε, κι ακόμα περιμένω,
λες κι είναι άμυαλο, χαζό, της επαρχίας τρένο.
Να έρθει αποκλείεται, μετ'από τόσα χρόνια
βρήκε αγκάλη κάπου αλλού, βελούδινα σεντόνια.
Θα γράψω πως δε λησμονώ, κι ας χάθηκε στο βάθος
του χρόνου τ'αδυσώπητου- δικό μου, μέγα λάθος.
Μα ψύλλος είμ'αόρατος και μικροσκοπικός·
το βάσανο θεόρατο, τεράστιος αετός.
Θα γράψω πως κουράστηκα, βαρέθηκα και φεύγω·
όχι όπως φαντάζονται: δεν περπατώ, δεν τρέχω.
Θ'αφήσω το φύλλο του χαρτιού στης κάμαρης την πόρτα,
το σώμα άψυχο, νεκρό, να κείτεται στα χόρτα.
Να ξέρουν όταν θα το βρουν γιατί θα 'χω πεθάνει·
να διώξει την αγάπη του κανείς να μην το κάνει.