Κάθεται. Σχεδόν πάντα μακριά που ούλλους, κάθεται μόνος του. Τα ίδια του τα αδέρφκια αρνούνται τον. Αποφεύγουν τον, νιώθουν άβολα μαζί του ή συναισθάνουνται ότι ίσως εν καλλύττερα να μεν του κοντεύκουν, άμπα τζιαι κολλήσουν τίποτε. Την ώραν του φαγιού μοιράζουνται το μεταξύν τους τζιαι μόνον αν περισσέψει κατιτίς εννα φάει τζιαι τζείνος. Την ώραν του παιχνιθκιού παίζουν ούλλοι μαζί τζιαι τζείνον αφήνουν τον σε μια γωνιάν να κάθεται να τους θωρεί τζιαι να κάμνει πως ποσκολιέται με ό,τι βρίσκει δίπλα του. Ως τζιαι η μάνα του, που τους εγκατέλειψεν λλίους μήνες μετά τη γένναν, όποτε έρκεται να τους δει, τζείνον αγνοεί τον τέλεια. Σα να μεν υπάρχει για την οικογένειαν του.
Κάθεται. Δείχνει πολλά άρρωστος τζιαι αλόπως εν γι' αυτόν που τον αποφεύγουν ούλλοι. Εν ο πιο λεπτός που ούλλους, τέλεια μισκίνης. Το τρίχωμαν του εν αραιό σε πολλά σημεία τζιαι καθόλου ομοιόμορφο. Αντί να έσιει μαύρες τζιαι άσπρες τρίσιες όπως ούλλη η οικογένεια του, έφκαλεν τζιαι γκρίζες, παρόλο που εν μόνο πεντέξι μηνών. Για την ηλικία του οι τρίσιες του εν τεράστιες τζιαι τα μουστάτζια του εν σα να τζιαι έκλεψεν τα που κανένα γέρο, ενώ οι βλεφαρίδες του πετάσσουνται ίσια πάνω σα μικροσκοπικά τζιέρρατα. Ο νούρος του, γέρημος τζιαι τζείνος, λεπτοκαμωμένος, λυγίζει όπως το σύρμαν τζιαι οι τρίσιες του εξέχουν σα να τζιαι εχτένισεν τες κάποιος θεοπάλαβος γατολάτρης επιστήμονας. Η φωνή του, τες σπάνιες φορές που καταφέρνει να ανοίξει το στόμα του, όσον τζιαι ακούεται, σαν ένα πολλά σιγανό τσιρίλλημα. Το παρπάτημαν του αθθυμίζει μεθυσμένον που φακκά μιαν ποδά τζιαι μιαν ποτζεί για να εύρει κάπου να στηριχτεί ή μιτσίν δεντρούιν με μόνον τα κλωνιά που του διά ο αέρας τζιαι αναγκάζει το να χορέψει σε ξέφρενους ρυθμούς, έτοιμο να ξιμπαρρωθεί που ρίζας.
Εν ένα που τα καττούθκια της τελευταίας γέννας της τυφλής μάνας του Βλάκα, ο οποίος εν θκυόμιση χρονών τωρά τζιαι του Hitler, ο οποίος εν ανάμιση. Εν ο μόνος που τους τέσσερεις που έφκηκεν έτσι αναιμικός τζιαι μισκινιασμένος, αρρωστημένος τζιαι γέρημος. Κάποιος που εννα τον δει πρώτη φορά, εννα νομίσει πως εν με το έναν πόιν στον τάφο, ότι έσιει εφτά είδη καρκίνου ή ότι, που τη μέρα που γεννήθηκεν, εν έβαλεν φαΐν μες το στόμαν του. Οι υπόλοιποι στο σπίτι συμπεριφέρουνται του υποτιμητικά, έχουν τον ξεγραμμένο τζιαι εν ασχολούνται να τον ταΐσουν. Εγώ το αντίθετο. Αγαπώ τον, διώ του σημασία, ταΐζω τον λλίον παραπάνω που τα αδέρφκια του, παρατηρώ τον τζιαι φκάλλω τον φωτογραφίες. Υπάρχει λόγος που τον ξεχωρίζω τζιαι που μινίσκω να τον θωρώ.
Όπως κάθεται τζιαι ούλλη του η ύπαρξη μυρίζει πείναν, αποστέωσην, απομόνωσην, απελπισίαν τζιαι θάνατον, έσιει πάνω του κάτι που εν ξεκάθαρον ότι αντιστέκεται σε τούτα ούλλα.
Τα μμάθκια του. Τζείνα τα μμάθκια, τα τεράστια, γαλαζοπράσινα μμάθκια που η ζωή έθελεν να εν ο μόνος που τα αδέρφκια του που θα τα είσιεν, εν γεμάτα ζωήν τζιαι νόησην τζιαι εξυπνάδαν τζιαι εκφραστικότηταν. Τζείνα τα μμάθκια ενός καττουθκιού που κατά τα άλλα αποτελεί μιαν καρικατούραν κάττου. Τζείνα τα μμάθκια ενός καττουθκιού που ούλλοι που γυρόν έχουν γραμμένον τζιαι απομονωμένον. Τζείνα τα μμάθκια του Άρρωστου, που όποτε τα δω παλαβώνω.