Τέσσερεις μήνες πέρασαν από τότε που μετατέθηκα σε αυτό το κατάστημα. Έχοντας περάσει τα προηγούμενα δύο χρόνια στο κεντρικό κατάστημα της εταιρείας, αποφάσισα να αντιμετωπίσω τη μεταφορά μου σαν ακόμα μια εργασιακή εμπειρία και ευκαιρία για γνωριμία ενός άλλου περιβάλλοντος.
Το συγκεκριμένο αποτελεί ένα από τα δύο πιο αδύναμα, από πλευράς κινητικότητας και εσόδων, καταστήματα της εταιρείας τα τελευταία αρκετά χρόνια. Είναι μικρό, βρίσκεται πάνω σε μια από τις γωνιές που σχηματίζουν δύο καθέτως τεμνόμενοι δρόμοι και έχει πλάτος τρία βήματα και μήκος πέντε. Απέναντι και αριστερά από τον πάγκο του πωλητή και το ταμείο, δύο μεγάλα τζάμια μού επιτρέπουν να βλέπω τι συμβαίνει στον έξω κόσμο -τους δρόμους και τα πεζοδρόμια που τους συνοδεύουν- τις ώρες που βρίσκομαι κλεισμένος εκεί μέσα. Μεταξύ των τζαμιών υπάρχει μια γυάλινη πόρτα, η είσοδος, η οποία επιτρέπει στον κόσμο να μπει στο κατάστημα και, αν όλα παν κατ'ευχήν, τελικά να αφήσει τα ζεστά του λεφτουδάκια στο αφεντικό μου. Η πραμάτεια βρίσκεται αναρτημένη τριγύρω μέσα στο κατάστημα, εντός και εκτός προθηκών, μαζί με προχειροφτιαγμένες μικρές πινακίδες που βοηθούν τον κάθε ενδιαφερόμενο να καταλάβει τι ακριβώς είναι εκείνο που βλέπει και, φυσικά, να γνωρίσει την τιμή του προϊόντος που προτίθεται να αγοράσει. Στα δεξιά μου και πίσω από έναν τοίχο που το κρύβει από τα μάτια του κόσμου βρίσκεται ένα μεταλλικό ερμάρι, στο οποίο φυλάγονται τα ακριβά προϊόντα του καταστήματος, ενώ λίγο παραπέρα μια μεταλλική περιστρεφόμενη σκάλα οδηγεί στο μεσοπάτωμα, το οποίο φιλοξενεί ένα νιπτήρα και την τουαλέτα.
Η γύρω περιοχή περιλαμβάνει αρκετές πολυκατοικίες και κάποια καταστήματα: ένα ραφείο, ένα σιδερωτήριο-πλυντήριο, ένα σουπερμάρκετ, ένα φαρμακείο, ένα πρακτορείο στοιχημάτων, ένα κατάστημα ανταλλακτικών μοτοσικλετών, ένα περίπτερο κι ένα καφενεδάκι. Αναπόφευκτα γνώρισα αρκετούς από τους ανθρώπους που εργάζονται σε αυτά και συχνά κουβεντιάζουμε, κάνουμε αστεία και βοηθούμε ο ένας τον άλλο να μη βαριέται πολύ, μέχρι να φτάσει η ώρα που θα σχολάσουμε. Εκείνοι, όμως, που κάνουν πιο αισθητή την παρουσία τους στη γειτονιά και τις δικές μας ώρες λιγότερο μονότονες είναι τα πιτσιρίκια που μένουν στο κτίριο δίπλα ακριβώς από το κατάστημα μου.
Ο οχτάχρονος Σάββας και η εξάχρονη Βαρβάρα είναι αδερφάκια και ο Δημήτρης, που συμπληρώνει την παρέα, είναι γείτονας τους και έχει την ηλικία του Σάββα. Κάθε απόγευμα κατεβαίνουν με κοντά παντελονάκια και φανέλες και αθλητικά παπούτσια και αναστατώνουν τη γειτονιά με τη ζωηράδα τους. Τρέχουν στα πεζοδρόμια, ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλοπάτια που οδηγούν στις πολυκατοικίες, κυνηγιούνται και κρύβονται, παλεύουν και χορεύουν, χασκογελούν και φωνάζουν, χωρίς να χάνουν την όρεξη και την ενέργεια τους, λες και είναι μηχανάκια που φορτίζονται απλά και μόνο από την επαφή τους με τον αέρα. Κι αν χτυπήσουν κάποτε, σταματούν για δύο δευτερόλεπτα συνειδητοποιώντας τι έγινε, κι εκεί που πάει να ξεκινήσει το κλάμα, εμφανίζεται η επόμενη πρόκληση κι αυτόματα ρίχνονται ξανά με τα μούτρα στο παιχνίδι σα να μη συνέβη τίποτε. Πάντα χαμογελαστοί και χαρούμενοι, πάντα ευδιάθετοι και για όρεξη για ακόμα περισσότερο παιχνίδι, πάντα με εκείνη την αυθεντική άγνοια των παιδιών, η οποία σε κάνει να νιώθεις πως βλέπεις την πραγματική ευτυχία στα πρόσωπα τους.
Κι εγώ, στα εικοσιοχτώ μου, με ένα πτυχίο ήδη στη χάρτινη κάσα ανακύκλωσης και πέντε όνειρα μονίμως στο "περίμενε", άγχη και ανάγκες σε στοίβες και μια ζωή μπροστά μου που, αν την κάλυπτε η ομίχλη του King θα ήταν πολύ πιο ευδιάκριτη απ'ό,τι είναι τώρα, τους κοιτάζω από τα δύο μεγάλα τζάμια και από τη ζήλεια λιώνω μέσα στη φανέλα μου με το λογότυπο της εταιρείας και το χιλιοφορεμένο τζιν. Σοβαροφανής συνεχίζω να δουλεύω σωστά -παρακολουθώντας πάντοτε τους μικρούς με την άκρη του ματιού μου- πίσω από τον πάγκο, εξυπηρετώντας ιδιότροπους πελάτες, δοκιμάζοντας την υπομονή μου σε καθημερινή βάση, προσπαθώντας να δαμάσω την ηλιθιότητα που ταλανίζει το ανθρώπινο είδος, φορώντας ένα ψεύτικο χαμόγελο και επιδεικνύοντας ένα ακόμα πιο κάλπικο ενδιαφέρον για την κάθε αδιάφορη για μένα ιστορία που έχει να πει ο καθένας. Κάθε μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ μετρώ λεφτά και λεπτά: τα λεφτά του αφεντικού μου και τα λεπτά που απομένουν μέχρι να φύγω, να πάω στο σπίτι και να αποκοιμηθώ κουρασμένος, χωρίς να έχω κάνει κάτι για δική μου ευχαρίστηση.
Ο Οκτώβρης ήρθε περίεργος φέτος και, αντί να μας προσφέρει φθινοπωρινές συνθήκες -αφού ο Σεπτέμβρης έμεινε μόνο στην προσπάθεια-, έφερε καλοκαιρινές μέρες και χειμωνιάτικα βράδια. Κάποια μεσημέρια επιστράτευσα για να δροσιστώ ακόμα και το κλιματιστικό σε χαλαρούς ρυθμούς, ενώ τα απογεύματα χρειαζόμουν ζακέτα μέχρι να πάω στο αυτοκίνητο. Οι επιχειρήσεις όμως, και συνεπώς τα καταστήματα της καθεμιάς, δεν ενδιαφέρονται για τα καμώματα του καιρού και συνεχίζουν ακάθεκτα να εργάζονται για να επιφέρουν το απαραίτητο για την επιβίωση των ήδη πλουσίων ιδιοκτητών κέρδος, το οποίο με τη σειρά του θα προσκομίσει ένα κομμάτι ψωμί ή, στην προκειμένη περίπτωση, πολλά κομμάτια ψωμιών, βούτυρο, τρία είδη τυριών, χοιρινό και γαλοπουλίσιο ζαμπόν, μπέικον, μαρμελάδες, γάλα και αυγά στο τραπέζι το οποίο τους ετοιμάζει κάθε πρωί η οικιακή τους βοηθός. Όλως παραδόξως, πιο πολύ κι από τους επιχειρηματίες αποδείκτηκε ότι αγνοούν τις διαστροφικές ορέξεις του καιρού οι μικροί μου γείτονες. Το παιχνίδι, οι φωνές, τα γέλια και τα τρεξίματα τους δεν έλειπαν καμιά μέρα της εβδομάδας από τους δρόμους και τα πεζοδρόμια της περιοχής, ενώ ο Σάββας φρόντιζε να είναι άταχτος και στο σχολείο, ώστε να αναγκάζει τη διευθύντρια να τον διώχνει και τη μητέρα του να πηγαίνει μέρα παρά μέρα να τον φέρνει στο σπίτι, απ'όπου, βέβαια, το έσκαγε και έβγαινε έξω για μοναχικό παιχνίδι ή επισκέψεις στα καταστήματα. Ήρθε αρκετές φορές σε μένα και τον έπιασα στην κουβέντα· φάνηκε πως ήταν έξυπνος μικρός, αλλά βαριόταν να είναι σοβαρός για πολλή ώρα.
Μονάχα ένα ήδη πειραγμένο μυαλό έβλεπε τις ανωμαλίες του καιρού και του επέτρεπε να επηρεάζει και να επιδεινώνει τη δική του κατάσταση.
Εκείνο το μεσημέρι έδιωξαν πάλι το Σάββα από το σχολείο και ήρθε για κουβεντούλα ακριβώς τη στιγμή που στο κατάστημα παρουσιαζόταν ένα κενό μετά από αρκετούς πελάτες και κάποιες ακριβές πωλήσεις.
-Τι έγινε πάλι και σ'έδιωξαν, ρε Σάββα;
-Ε, κύριε, ήμουνα άταχτος πάλι. Βαρέθηκα στο μάθημα και έβρισα ένα παιδί και η κυρία είπε να πάω σπίτι μου!
-Δεν είπαμε να προσπαθείς λίγο περισσότερο, βρε Σάββα;
-Κύριε, να σου πω κάτι;
-Να μου πεις.
-Είναι τα γενέθλια μου σήμερα!
Το πρόσωπο του άστραψε και ένιωσα για μια φευγαλέα στιγμή ότι δε συνέβαινε τίποτε κακό στον κόσμο. Του ευχήθηκα και τον έδιωξα βιαστικά, διότι ερχόταν κι άλλος πελάτης. Του είπα να έρθει το απόγευμα, αν ήθελε. Λες και χρειαζόταν άδεια. Εξυπηρέτησα τον πελάτη, έκανα κι άλλη σημαντική πώληση κι έκλεισα το κατάστημα για το μεσημέρι.
Επιστρέφοντας το απόγευμα, ένιωσα τον καιρό να θέλει να μου πει κάτι. Καθώς περπατούσα προς το κατάστημα, ένα ήπιο, δροσερό αεράκι μου χάιδεψε τα μαλλιά, ενώ ο ήλιος, κρυμμένος πίσω από ένα ημιδιαφανές σκούρο γαλάζιο -αλλά όχι μπλε- σύννεφο, έστειλε απαλά το φως του να παίξει φιλικά με τα μάτια μου. Μερικά κιτρινισμένα φύλλα έπεσαν ομαδικά δίπλα μου στο πεζοδρόμιο και μια γάτα έκανε τεντώματα στα σκαλοπάτια μπροστά από το κατάστημα μου. Χαμογέλασα μόνος μου, ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα κι αμέσως σα να διαγράφησαν όλα όσα έγιναν τα προηγούμενα τρία λεπτά. Μια μαυρίλα καταπλάκωσε την ψυχή μου και η διάθεση μου βρέθηκε να σέρνεται στο λερωμένο πάτωμα.
Δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ μ'εμένα όμως. Το καθήκον με καλούσε. Ακόμα ένας πελάτης, ο οποίος ήταν διατεθιμένος να αγοράσει ένα ακριβό προϊόν χωρίς να χρειαστεί η οποιαδήποτε προσπάθεια πίεσης από μέρους μου. Ενόσω τον εξυπηρετούσα, είδα τους μικρούς να μαζεύονται στο πεζοδρόμιο για παιχνίδι. Περνώντας έξω από την πόρτα μου, ο Σάββας μού έκλεισε το μάτι. Του αντέκλεισα το δικό μου. Τέλειωσα με τον πελάτη κι έκατσα να σκεφτώ. Υπολόγισα τις πωλήσεις της ημέρας. Ήταν σαφώς υψηλότερες από οποιαδήποτε άλλη μέρα των τελευταίων τεσσάρων μηνών που βρισκόμουν στο κατάστημα. Είχα μόλις κατακτήσει το στόχο του καταστήματος μου για το μήνα. Το αφεντικό θα με έπαιρνε τηλέφωνο την επόμενη μέρα να με ευχαριστήσει για την προσπάθεια και τα πολύ καλά αποτελέσματα. Αν συνέχιζα έτσι και τον επόμενο μήνα, ίσως να έβρισκα την ευκαιρία να του ζητούσα μιαν αύξηση στο μισθό. Δε θα με έβριζε όμως αν του ζητούσα αύξηση τέτοιες εποχές;
-Κύριε!
Η ενθουσιασμένη φωνή του Σάββα με έβγαλε από τις σκέψεις. Είχε έρθει με μια επίσημη πρόσκληση για μένα: θα έπαιζαν μπάλα και ήταν τρεις και ήμουν ο τυχερός που διάλεξαν για να συμπληρωθεί η τετράδα! Είχα κάνει πολύ καλό ταμείο εκείνη τη μέρα. Ήμουν πολύ κουρασμένος ψυχολογικά και σωματικά. Η διάθεση μου κυλιόταν ακόμα στο πάτωμα. Είχα πετύχει τους στόχους του καταστήματος. Ήταν και τα γενέθλια του Σάββα.
-Για λίγο μόνο, του είπα.
Μόλις βγήκα από το κατάστημα, οι τρεις μικροί με επευφήμησαν έντονα και έτρεξαν να με αγκαλιάσουν. Φορούσα ακόμα τη φανέλα με το λογότυπο της εταιρείας και το τζιν μου, οπότε τους είπα πως θα έκανα τον τερματοφύλακα, για να μη λερωθώ πολύ. Πέντε λεπτά μετά, είχα μπει τόσο πολύ στο πετσί του ρόλου μου και το διασκέδαζα ακόμα περισσότερο, που ξεκίνησα να κάνω αποκρούσεις πάνω στο πεζοδρόμιο, να πέφτω στα πόδια του αντίπαλου Δημήτρη για να πάρω τη μπάλα, να κάνω εξόδους αντεπίθεσης για να σκοράρω και να πανηγυρίζω για κάθε τέρμα που σημείωνα. Μοιραία ήρθαν ο ιδρώτας, η μυρωδιά, το χώμα και οι λεκέδες στα ρούχα μου και αποφάσισα ότι, από τη στιγμή που δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσω -και να ήθελα- να δουλέψω την υπόλοιπη μια ώρα που μου απέμενε, θα αφοσιωνόμουν στο παιχνίδι μας για να το ευχαριστηθώ όσο το δυνατό περισσότερο.
Πρόσεξα πως στους γύρω δρόμους είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος, συνηθισμένο φαινόμενο εκείνες τις ώρες που σουρουπώνει. Η κοπέλα από το σιδερωτήριο-πλυντήριο είχε πάει στο φαρμακείο και στην επιστροφή της με ρώτησε τι έκανα και γιατί δεν ήμουν στο κατάστημα. Της τα εξήγησα εν τάχει και συνέχισα με τους μικρούς. Η φανέλα μου είχε σκιστεί λίγο στο δεξί μανίκι, κοντά στη μασχάλη και το αριστερό μου παπούτσι αγνοείτο από τότε που το σκορ ήταν 3-3. Λίγο πριν τελειώσουμε το ποδόσφαιρο μας, ένας πελάτης πλησίασε το πεζοδρόμιο όπου παίζαμε, με είδε, πήγε προς την είσοδο του καταστήματος -ούτε καν του μίλησα- και κοίταξε μέσα, είδε πως ήταν άδειο, ξαναγύρισε πάνω μου και με ένα αποδοκιμαστικό δεξιά-αριστερά του κεφαλιού του έφυγε. Ο κόσμος στη γειτονιά είχε πυκνώσει ασυνήθιστα σε σχέση με άλλα απογεύματα και οι περισσότεροι έρχονταν όλο και πιο κοντά στο σημείο όπου παίζαμε. Ο αγώνας τέλειωσε και κερδίσαμε. Αγκαλιαστήκαμε και γελάσαμε δυνατά. Πάνω στον πανηγυρισμό, ο Σάββας τράβηξε κατά λάθος τη φανέλα μου από το σκισμένο σημείο της και δημιούργησε μια διαγώνια τρύπα από τη δεξιά μασχάλη μέχρι κάτω αριστερά. Δε μπορούσα να συνεχίσω να παίζω έτσι, οπότε την έβγαλα και την πέταξα σε ένα κάλαθο σκουπιδιών εκεί δίπλα.
Ήμασταν και οι τέσσερεις λουσμένοι στον ιδρώτα. Ο Δημήτρης είχε λίγο πηχτό αίμα κάτω από το δεξί του ρουθούνι, ενώ τα γόνατα της Βαρβάρας ήταν γδαρμένα. Το τζιν μου είχε γίνει κατάμαυρο και τα μαλλιά του Σάββα είχαν γεμίσει με χώμα. Αποφασίσαμε να παίξουμε κυνηγητό και, παρόλο που ήξερα πως δεν είχα πιθανότητες ενάντια σε αυτά τα τερατάκια, δέχτηκα έτσι για την πλάκα. Τρέξαμε, φωνάξαμε και γελάσαμε με την ψυχή μας. Χωρίς καμιά έκπληξη, η αιματοχυσία συνεχίστηκε, ευτυχώς με θύμα εμένα αυτή τη φορά: στην προσπάθεια μου να ξεφύγω από το Σάββα, σκόνταψα πάνω στη Βαρβάρα και καρφώθηκα με τα μούτρα πάνω σε έναν τραχύ τοίχο, με αποτέλεσμα το αριστερό μου μάγουλο να τριφτεί για λίγο και να ματώσει το μισό μου πρόσωπο. Κατά τη διάρκεια του κυνηγητού μας, πρόσεξα τουλάχιστον άλλους τρεις πελάτες, οι οποίοι ακολούθησαν περίπου την ίδια πορεία με κείνην που ακολούθησε ο τύπος που ήρθε την ώρα του ποδοσφαίρου. Δεν έδωσα την παραμικρή σημασία. Είχα κουραστεί αφάνταστα και δεν άντεχα πλέον, οπότε προφασίστηκα τον τραυματισμό μου για να προτείνω να παίξουμε κάτι άλλο.
-Έχασες όμως!
-Έχασα, και βέβαια έχασα!
Δέχτηκαν να παίξουμε κρυφτό. Ήταν η μοναδική μου ευκαιρία για λίγες αναπνοές και ανάκτηση κάποιων δυνάμεων. Ως χαμένος, στον πρώτο γύρο έπρεπε να κρυφτούν εκείνοι και να ψάξω να τους βρω. Μου έστησαν μια ενέδρα όμως και, κρυμμένοι και οι τρεις σε πολύ κοντινά σημεία, μόλις τους πλησίασα, με αιφνιδίασαν και με έσπρωξαν για να με τρομάξουν. Τα πόδια μου δε με κράτησαν, λόγω της κούρασης, και έπεσα φαρδύς πλατύς με το κεφάλι πάνω στη γωνιά του πεζοδρομίου. Ένιωσα το αριστερό μου μάτι να δέχεται ένα τρομερό χτύπημα κι ένας φοβερός πονοκέφαλος διαπέρασε τον εγκέφαλο μου, κατοικώντας μέσα του για μισό λεπτό. Όταν κατάφερα να ανακτήσω τις δυνάμεις που μου έμειναν, με τη θολή όραση μου είδα τα παιδιά να με κοιτάζουν κατατρομαγμένα. Έσκυψα και είδα το αριστερό κομμάτι του παντελονιού μου να κρέμεται από μερικές ραφές μόνο ψηλά, κοντά στη ζώνη και αίμα να στάζει από το πρόσωπο μου πάνω στο στήθος και την κοιλιά μου. Δεν ήθελα να αγχωθούν.
-Είμαι μια χαρά! Ποιός θα ψάξει να μας βρει τώρα;
Ο Δημήτρης πήρε τη θέση του κι εμείς τρέξαμε να κρυφτούμε. Πήγα σε ένα ιδανικό σημείο, το οποίο είχα εντοπίσει από την ώρα του ποδοσφαίρου: απέναντι από την είσοδο του καταστήματος μου, πίσω από το μεγάλο πράσινο κάλαθο σκουπιδιών, στον οποίο είχα πετάξει τη φανέλα μου προηγουμένως, και ακριβώς στο σημείο όπου ο κορμός ενός δέντρου κάλυπτε τα πόδια μου, ώστε να μη φαίνονται από την πλευρά του Δημήτρη. Πήρα μερικές ανάσες εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο Δημήτρης θα καθυστερούσε να σκεφτεί να ελέγξει στην άλλη πλευρά του δρόμου. Κοίταξα τριγύρω και πρόσεξα ότι ο κόσμος είχε πυκνώσει κι άλλο, μα επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Φαινόταν πως όλοι παρακολουθούσαν χωρίς μιλιά τα παιχνίδια μας. Στο βάθος του δρόμου πρόσεξα μια Μερσεντές να πλησιάζει, η οποία μου φάνηκε γνωστή. Σκέφτηκα πως θα ήταν κάποιου συχνού πελάτη, αλλά δε με ένοιαζε, θα έβλεπε την κατάσταση και θα ερχόταν αύριο. Γύρισα να κρυφοκοιτάξω στην άλλη πλευρά: ο Δημήτρης είχε εντοπίσει τη Βαρβάρα, αλλά δεν είχε ιδέα πού βρισκόμασταν εγώ και ο Σάββας. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα ούτε κι εγώ πού είχε κρυφτεί ο εορτάζων. Να ήταν κάπου και να με έβλεπε;
Πρόλαβα να πάρω λίγες ανάσες όταν άκουσα τον ήχο ενός αυτοκινήτου πολύ κοντά μου. Γύρισα προς τα δεξιά και είδα τη Μερσεντές να σταθμεύει πάνω στο πεζοδρόμιο, στην πλευρά του δρόμου που ήμουν κρυμμένος. Ένας κοντόχοντρος τύπος με φαλάκρα και ξενέρωτο μούσι κατέβηκε. Όντως το αυτοκίνητο ήταν γνωστό! Ένα αυτοκίνητο που ερχόταν συχνά-πυκνά στο κατάστημα, χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα και χωρίς καμιά προειδοποίηση, συνήθως λίγα λεπτά πριν την ώρα του κλεισίματος.
-Τι κάνεις εδώ ρε; με ρώτησε έξω φρενών το αφεντικό μου.
-Παίζω, είπα όλο νεύρα πίσω από τα σφιγμένα μου δόντια.
-Τι παίζεις; Σοβαρά μιλάς τώρα;
-Κάνε ησυχία δύο λεπτά, μην αποκαλύψεις την κρυψώνα μου και θα σου εξηγήσω, ρουθούνισα όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσα.
-Τι να μου εξηγήσεις ρε; είπε τόσο θυμωμένα που έτρεμαν τα μάγουλα του και κοκκίνισε το μέτωπο του.
-Σκάσε.
Αυτή μου η απάντηση τον σόκαρε τόσο, που μετά απλά στάθηκε ολοκόκκινος, τρέμοντας από πάνω ως κάτω, μόνο κοιτάζοντας με χωρίς ίχνος λογικής στο βλέμμα του. Ευτυχώς ο Δημήτρης είχε πάει στον πλάι διάδρομο μεταξύ δύο κτιρίων και δεν άκουσε τίποτε από αυτή τη στιχομυθία του παραλόγου. Είχε βρει το Σάββα και τώρα του έμενα εγώ. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα πρόσεξα τους δύο να μιλούν και αμέσως μετά ο Δημήτρης ξεκίνησε να έρχεται προς το μέρος μου.
-Γιατί δε δουλεύεις; άρχισε πάλι το αφεντικό.
-Πήγαινε μέσα στο κατάστημα και θα σου εξηγήσω σε πολύ λίγο.
-Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω!
-Πήγαινε μέσα στο κατάστημα είπα. Αν θες απάντηση, κάνε αυτό που σου λέω. Πήγαινε στον υπολογιστή, μπες στα ηλεκτρονικά μηνύματα και επέλεξε να αποσταλεί εκείνο το ένα που υπάρχει στο φάκελο των αποθηκευμένων μηνυμάτων.
-Τι λες; Είσαι τρελός;
-Τώρα! Φώναξα δυνατά από τη μια για να τον τρομάξω και να ξεκινήσει να πηγαίνει -όπως και έκανε- και από την άλλη για να βεβαιωθεί ο Δημήτρης πως ήμουν εκεί.
Ξαφνικά έγινα πάλι εικοσιοχτώ χρονών. Είχα βαρεθεί αυτό το παιχνίδι. Ήθελα να τελειώνει. Κι όχι μόνο αυτό. Τη στιγμή που το αφεντικό καθόταν στον υπολογιστή, ο Δημήτρης ήρθε στο πλάι του καλάθου και μου φώναξε:
-Σε βρήκα!
Δεν έδωσα σημασία. Ήμουν πλέον ξανά εικοσιοχτώ χρονών.
-Πάτα "αποστολή"και έλα έξω από το κατάστημα, φώναξα στον κοντόχοντρο.
Ξεκίνησα με αργά βήματα να πηγαίνω μπροστά από τον κάλαθο, για να διασχίσω το δρόμο και να πάω έξω από το κατάστημα για να συναντήσω το αφεντικό. Βγαίνοντας από το κατάστημα, έσπρωξε την πόρτα για να κλείσει και μόλις κατέβηκε τα σκαλοπάτια χτύπησε ο ήχος του ηλεκτρονικού μηνύματος στο κινητό του. Με κοίταξε με απορία.
-Διάβασε το, του είπα.
Μέχρι να ξεκλειδώσει το κινητό και να μπει στο πρόγραμμα ανάγνωσης των ηλεκτρονικών μηνυμάτων του, είδα τη μορφή μου στην κλειστή πόρτα του καταστήματος.
Καμπουρωμένος από την κούραση, γυμνός από τη μέση και πάνω, με μισό, κατασχισμένο παντελόνι, ένα παπούτσι στο ένα πόδι και μια χιλιοτρυπημένη κάλτσα στο άλλο, όλα βρώμικα από χώματα και ιδρώτα, με πηχτό σκουροκόκκινο αίμα στις τρίχες του στήθους και της κοιλιάς μου, αναμαλλιασμένος και με την αριστερή πλευρά του προσώπου μου γδαρμένη και βουτημένη στο αίμα και την κόγχη του αριστερού μου ματιού εντελώς άδεια να αναβλύζει φρέσκο αίμα, ήμουν σίγουρος πως, όταν γύρισε το βλέμμα του πάνω μου, διάβαζε και στο τρελό χαμόγελο που σχημάτιζε το στόμα μου εκείνο ακριβώς που έλεγε και το μήνυμα που μόλις είχε παραλάβει με την υπογραφή μου από κάτω:
Ο Οκτώβρης ήρθε περίεργος φέτος και, αντί να μας προσφέρει φθινοπωρινές συνθήκες -αφού ο Σεπτέμβρης έμεινε μόνο στην προσπάθεια-, έφερε καλοκαιρινές μέρες και χειμωνιάτικα βράδια. Κάποια μεσημέρια επιστράτευσα για να δροσιστώ ακόμα και το κλιματιστικό σε χαλαρούς ρυθμούς, ενώ τα απογεύματα χρειαζόμουν ζακέτα μέχρι να πάω στο αυτοκίνητο. Οι επιχειρήσεις όμως, και συνεπώς τα καταστήματα της καθεμιάς, δεν ενδιαφέρονται για τα καμώματα του καιρού και συνεχίζουν ακάθεκτα να εργάζονται για να επιφέρουν το απαραίτητο για την επιβίωση των ήδη πλουσίων ιδιοκτητών κέρδος, το οποίο με τη σειρά του θα προσκομίσει ένα κομμάτι ψωμί ή, στην προκειμένη περίπτωση, πολλά κομμάτια ψωμιών, βούτυρο, τρία είδη τυριών, χοιρινό και γαλοπουλίσιο ζαμπόν, μπέικον, μαρμελάδες, γάλα και αυγά στο τραπέζι το οποίο τους ετοιμάζει κάθε πρωί η οικιακή τους βοηθός. Όλως παραδόξως, πιο πολύ κι από τους επιχειρηματίες αποδείκτηκε ότι αγνοούν τις διαστροφικές ορέξεις του καιρού οι μικροί μου γείτονες. Το παιχνίδι, οι φωνές, τα γέλια και τα τρεξίματα τους δεν έλειπαν καμιά μέρα της εβδομάδας από τους δρόμους και τα πεζοδρόμια της περιοχής, ενώ ο Σάββας φρόντιζε να είναι άταχτος και στο σχολείο, ώστε να αναγκάζει τη διευθύντρια να τον διώχνει και τη μητέρα του να πηγαίνει μέρα παρά μέρα να τον φέρνει στο σπίτι, απ'όπου, βέβαια, το έσκαγε και έβγαινε έξω για μοναχικό παιχνίδι ή επισκέψεις στα καταστήματα. Ήρθε αρκετές φορές σε μένα και τον έπιασα στην κουβέντα· φάνηκε πως ήταν έξυπνος μικρός, αλλά βαριόταν να είναι σοβαρός για πολλή ώρα.
Μονάχα ένα ήδη πειραγμένο μυαλό έβλεπε τις ανωμαλίες του καιρού και του επέτρεπε να επηρεάζει και να επιδεινώνει τη δική του κατάσταση.
Εκείνο το μεσημέρι έδιωξαν πάλι το Σάββα από το σχολείο και ήρθε για κουβεντούλα ακριβώς τη στιγμή που στο κατάστημα παρουσιαζόταν ένα κενό μετά από αρκετούς πελάτες και κάποιες ακριβές πωλήσεις.
-Τι έγινε πάλι και σ'έδιωξαν, ρε Σάββα;
-Ε, κύριε, ήμουνα άταχτος πάλι. Βαρέθηκα στο μάθημα και έβρισα ένα παιδί και η κυρία είπε να πάω σπίτι μου!
-Δεν είπαμε να προσπαθείς λίγο περισσότερο, βρε Σάββα;
-Κύριε, να σου πω κάτι;
-Να μου πεις.
-Είναι τα γενέθλια μου σήμερα!
Το πρόσωπο του άστραψε και ένιωσα για μια φευγαλέα στιγμή ότι δε συνέβαινε τίποτε κακό στον κόσμο. Του ευχήθηκα και τον έδιωξα βιαστικά, διότι ερχόταν κι άλλος πελάτης. Του είπα να έρθει το απόγευμα, αν ήθελε. Λες και χρειαζόταν άδεια. Εξυπηρέτησα τον πελάτη, έκανα κι άλλη σημαντική πώληση κι έκλεισα το κατάστημα για το μεσημέρι.
Επιστρέφοντας το απόγευμα, ένιωσα τον καιρό να θέλει να μου πει κάτι. Καθώς περπατούσα προς το κατάστημα, ένα ήπιο, δροσερό αεράκι μου χάιδεψε τα μαλλιά, ενώ ο ήλιος, κρυμμένος πίσω από ένα ημιδιαφανές σκούρο γαλάζιο -αλλά όχι μπλε- σύννεφο, έστειλε απαλά το φως του να παίξει φιλικά με τα μάτια μου. Μερικά κιτρινισμένα φύλλα έπεσαν ομαδικά δίπλα μου στο πεζοδρόμιο και μια γάτα έκανε τεντώματα στα σκαλοπάτια μπροστά από το κατάστημα μου. Χαμογέλασα μόνος μου, ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα κι αμέσως σα να διαγράφησαν όλα όσα έγιναν τα προηγούμενα τρία λεπτά. Μια μαυρίλα καταπλάκωσε την ψυχή μου και η διάθεση μου βρέθηκε να σέρνεται στο λερωμένο πάτωμα.
Δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ μ'εμένα όμως. Το καθήκον με καλούσε. Ακόμα ένας πελάτης, ο οποίος ήταν διατεθιμένος να αγοράσει ένα ακριβό προϊόν χωρίς να χρειαστεί η οποιαδήποτε προσπάθεια πίεσης από μέρους μου. Ενόσω τον εξυπηρετούσα, είδα τους μικρούς να μαζεύονται στο πεζοδρόμιο για παιχνίδι. Περνώντας έξω από την πόρτα μου, ο Σάββας μού έκλεισε το μάτι. Του αντέκλεισα το δικό μου. Τέλειωσα με τον πελάτη κι έκατσα να σκεφτώ. Υπολόγισα τις πωλήσεις της ημέρας. Ήταν σαφώς υψηλότερες από οποιαδήποτε άλλη μέρα των τελευταίων τεσσάρων μηνών που βρισκόμουν στο κατάστημα. Είχα μόλις κατακτήσει το στόχο του καταστήματος μου για το μήνα. Το αφεντικό θα με έπαιρνε τηλέφωνο την επόμενη μέρα να με ευχαριστήσει για την προσπάθεια και τα πολύ καλά αποτελέσματα. Αν συνέχιζα έτσι και τον επόμενο μήνα, ίσως να έβρισκα την ευκαιρία να του ζητούσα μιαν αύξηση στο μισθό. Δε θα με έβριζε όμως αν του ζητούσα αύξηση τέτοιες εποχές;
-Κύριε!
Η ενθουσιασμένη φωνή του Σάββα με έβγαλε από τις σκέψεις. Είχε έρθει με μια επίσημη πρόσκληση για μένα: θα έπαιζαν μπάλα και ήταν τρεις και ήμουν ο τυχερός που διάλεξαν για να συμπληρωθεί η τετράδα! Είχα κάνει πολύ καλό ταμείο εκείνη τη μέρα. Ήμουν πολύ κουρασμένος ψυχολογικά και σωματικά. Η διάθεση μου κυλιόταν ακόμα στο πάτωμα. Είχα πετύχει τους στόχους του καταστήματος. Ήταν και τα γενέθλια του Σάββα.
-Για λίγο μόνο, του είπα.
Μόλις βγήκα από το κατάστημα, οι τρεις μικροί με επευφήμησαν έντονα και έτρεξαν να με αγκαλιάσουν. Φορούσα ακόμα τη φανέλα με το λογότυπο της εταιρείας και το τζιν μου, οπότε τους είπα πως θα έκανα τον τερματοφύλακα, για να μη λερωθώ πολύ. Πέντε λεπτά μετά, είχα μπει τόσο πολύ στο πετσί του ρόλου μου και το διασκέδαζα ακόμα περισσότερο, που ξεκίνησα να κάνω αποκρούσεις πάνω στο πεζοδρόμιο, να πέφτω στα πόδια του αντίπαλου Δημήτρη για να πάρω τη μπάλα, να κάνω εξόδους αντεπίθεσης για να σκοράρω και να πανηγυρίζω για κάθε τέρμα που σημείωνα. Μοιραία ήρθαν ο ιδρώτας, η μυρωδιά, το χώμα και οι λεκέδες στα ρούχα μου και αποφάσισα ότι, από τη στιγμή που δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσω -και να ήθελα- να δουλέψω την υπόλοιπη μια ώρα που μου απέμενε, θα αφοσιωνόμουν στο παιχνίδι μας για να το ευχαριστηθώ όσο το δυνατό περισσότερο.
Πρόσεξα πως στους γύρω δρόμους είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος, συνηθισμένο φαινόμενο εκείνες τις ώρες που σουρουπώνει. Η κοπέλα από το σιδερωτήριο-πλυντήριο είχε πάει στο φαρμακείο και στην επιστροφή της με ρώτησε τι έκανα και γιατί δεν ήμουν στο κατάστημα. Της τα εξήγησα εν τάχει και συνέχισα με τους μικρούς. Η φανέλα μου είχε σκιστεί λίγο στο δεξί μανίκι, κοντά στη μασχάλη και το αριστερό μου παπούτσι αγνοείτο από τότε που το σκορ ήταν 3-3. Λίγο πριν τελειώσουμε το ποδόσφαιρο μας, ένας πελάτης πλησίασε το πεζοδρόμιο όπου παίζαμε, με είδε, πήγε προς την είσοδο του καταστήματος -ούτε καν του μίλησα- και κοίταξε μέσα, είδε πως ήταν άδειο, ξαναγύρισε πάνω μου και με ένα αποδοκιμαστικό δεξιά-αριστερά του κεφαλιού του έφυγε. Ο κόσμος στη γειτονιά είχε πυκνώσει ασυνήθιστα σε σχέση με άλλα απογεύματα και οι περισσότεροι έρχονταν όλο και πιο κοντά στο σημείο όπου παίζαμε. Ο αγώνας τέλειωσε και κερδίσαμε. Αγκαλιαστήκαμε και γελάσαμε δυνατά. Πάνω στον πανηγυρισμό, ο Σάββας τράβηξε κατά λάθος τη φανέλα μου από το σκισμένο σημείο της και δημιούργησε μια διαγώνια τρύπα από τη δεξιά μασχάλη μέχρι κάτω αριστερά. Δε μπορούσα να συνεχίσω να παίζω έτσι, οπότε την έβγαλα και την πέταξα σε ένα κάλαθο σκουπιδιών εκεί δίπλα.
Ήμασταν και οι τέσσερεις λουσμένοι στον ιδρώτα. Ο Δημήτρης είχε λίγο πηχτό αίμα κάτω από το δεξί του ρουθούνι, ενώ τα γόνατα της Βαρβάρας ήταν γδαρμένα. Το τζιν μου είχε γίνει κατάμαυρο και τα μαλλιά του Σάββα είχαν γεμίσει με χώμα. Αποφασίσαμε να παίξουμε κυνηγητό και, παρόλο που ήξερα πως δεν είχα πιθανότητες ενάντια σε αυτά τα τερατάκια, δέχτηκα έτσι για την πλάκα. Τρέξαμε, φωνάξαμε και γελάσαμε με την ψυχή μας. Χωρίς καμιά έκπληξη, η αιματοχυσία συνεχίστηκε, ευτυχώς με θύμα εμένα αυτή τη φορά: στην προσπάθεια μου να ξεφύγω από το Σάββα, σκόνταψα πάνω στη Βαρβάρα και καρφώθηκα με τα μούτρα πάνω σε έναν τραχύ τοίχο, με αποτέλεσμα το αριστερό μου μάγουλο να τριφτεί για λίγο και να ματώσει το μισό μου πρόσωπο. Κατά τη διάρκεια του κυνηγητού μας, πρόσεξα τουλάχιστον άλλους τρεις πελάτες, οι οποίοι ακολούθησαν περίπου την ίδια πορεία με κείνην που ακολούθησε ο τύπος που ήρθε την ώρα του ποδοσφαίρου. Δεν έδωσα την παραμικρή σημασία. Είχα κουραστεί αφάνταστα και δεν άντεχα πλέον, οπότε προφασίστηκα τον τραυματισμό μου για να προτείνω να παίξουμε κάτι άλλο.
-Έχασες όμως!
-Έχασα, και βέβαια έχασα!
Δέχτηκαν να παίξουμε κρυφτό. Ήταν η μοναδική μου ευκαιρία για λίγες αναπνοές και ανάκτηση κάποιων δυνάμεων. Ως χαμένος, στον πρώτο γύρο έπρεπε να κρυφτούν εκείνοι και να ψάξω να τους βρω. Μου έστησαν μια ενέδρα όμως και, κρυμμένοι και οι τρεις σε πολύ κοντινά σημεία, μόλις τους πλησίασα, με αιφνιδίασαν και με έσπρωξαν για να με τρομάξουν. Τα πόδια μου δε με κράτησαν, λόγω της κούρασης, και έπεσα φαρδύς πλατύς με το κεφάλι πάνω στη γωνιά του πεζοδρομίου. Ένιωσα το αριστερό μου μάτι να δέχεται ένα τρομερό χτύπημα κι ένας φοβερός πονοκέφαλος διαπέρασε τον εγκέφαλο μου, κατοικώντας μέσα του για μισό λεπτό. Όταν κατάφερα να ανακτήσω τις δυνάμεις που μου έμειναν, με τη θολή όραση μου είδα τα παιδιά να με κοιτάζουν κατατρομαγμένα. Έσκυψα και είδα το αριστερό κομμάτι του παντελονιού μου να κρέμεται από μερικές ραφές μόνο ψηλά, κοντά στη ζώνη και αίμα να στάζει από το πρόσωπο μου πάνω στο στήθος και την κοιλιά μου. Δεν ήθελα να αγχωθούν.
-Είμαι μια χαρά! Ποιός θα ψάξει να μας βρει τώρα;
Ο Δημήτρης πήρε τη θέση του κι εμείς τρέξαμε να κρυφτούμε. Πήγα σε ένα ιδανικό σημείο, το οποίο είχα εντοπίσει από την ώρα του ποδοσφαίρου: απέναντι από την είσοδο του καταστήματος μου, πίσω από το μεγάλο πράσινο κάλαθο σκουπιδιών, στον οποίο είχα πετάξει τη φανέλα μου προηγουμένως, και ακριβώς στο σημείο όπου ο κορμός ενός δέντρου κάλυπτε τα πόδια μου, ώστε να μη φαίνονται από την πλευρά του Δημήτρη. Πήρα μερικές ανάσες εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο Δημήτρης θα καθυστερούσε να σκεφτεί να ελέγξει στην άλλη πλευρά του δρόμου. Κοίταξα τριγύρω και πρόσεξα ότι ο κόσμος είχε πυκνώσει κι άλλο, μα επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Φαινόταν πως όλοι παρακολουθούσαν χωρίς μιλιά τα παιχνίδια μας. Στο βάθος του δρόμου πρόσεξα μια Μερσεντές να πλησιάζει, η οποία μου φάνηκε γνωστή. Σκέφτηκα πως θα ήταν κάποιου συχνού πελάτη, αλλά δε με ένοιαζε, θα έβλεπε την κατάσταση και θα ερχόταν αύριο. Γύρισα να κρυφοκοιτάξω στην άλλη πλευρά: ο Δημήτρης είχε εντοπίσει τη Βαρβάρα, αλλά δεν είχε ιδέα πού βρισκόμασταν εγώ και ο Σάββας. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα ούτε κι εγώ πού είχε κρυφτεί ο εορτάζων. Να ήταν κάπου και να με έβλεπε;
Πρόλαβα να πάρω λίγες ανάσες όταν άκουσα τον ήχο ενός αυτοκινήτου πολύ κοντά μου. Γύρισα προς τα δεξιά και είδα τη Μερσεντές να σταθμεύει πάνω στο πεζοδρόμιο, στην πλευρά του δρόμου που ήμουν κρυμμένος. Ένας κοντόχοντρος τύπος με φαλάκρα και ξενέρωτο μούσι κατέβηκε. Όντως το αυτοκίνητο ήταν γνωστό! Ένα αυτοκίνητο που ερχόταν συχνά-πυκνά στο κατάστημα, χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα και χωρίς καμιά προειδοποίηση, συνήθως λίγα λεπτά πριν την ώρα του κλεισίματος.
-Τι κάνεις εδώ ρε; με ρώτησε έξω φρενών το αφεντικό μου.
-Παίζω, είπα όλο νεύρα πίσω από τα σφιγμένα μου δόντια.
-Τι παίζεις; Σοβαρά μιλάς τώρα;
-Κάνε ησυχία δύο λεπτά, μην αποκαλύψεις την κρυψώνα μου και θα σου εξηγήσω, ρουθούνισα όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσα.
-Τι να μου εξηγήσεις ρε; είπε τόσο θυμωμένα που έτρεμαν τα μάγουλα του και κοκκίνισε το μέτωπο του.
-Σκάσε.
Αυτή μου η απάντηση τον σόκαρε τόσο, που μετά απλά στάθηκε ολοκόκκινος, τρέμοντας από πάνω ως κάτω, μόνο κοιτάζοντας με χωρίς ίχνος λογικής στο βλέμμα του. Ευτυχώς ο Δημήτρης είχε πάει στον πλάι διάδρομο μεταξύ δύο κτιρίων και δεν άκουσε τίποτε από αυτή τη στιχομυθία του παραλόγου. Είχε βρει το Σάββα και τώρα του έμενα εγώ. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα πρόσεξα τους δύο να μιλούν και αμέσως μετά ο Δημήτρης ξεκίνησε να έρχεται προς το μέρος μου.
-Γιατί δε δουλεύεις; άρχισε πάλι το αφεντικό.
-Πήγαινε μέσα στο κατάστημα και θα σου εξηγήσω σε πολύ λίγο.
-Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω!
-Πήγαινε μέσα στο κατάστημα είπα. Αν θες απάντηση, κάνε αυτό που σου λέω. Πήγαινε στον υπολογιστή, μπες στα ηλεκτρονικά μηνύματα και επέλεξε να αποσταλεί εκείνο το ένα που υπάρχει στο φάκελο των αποθηκευμένων μηνυμάτων.
-Τι λες; Είσαι τρελός;
-Τώρα! Φώναξα δυνατά από τη μια για να τον τρομάξω και να ξεκινήσει να πηγαίνει -όπως και έκανε- και από την άλλη για να βεβαιωθεί ο Δημήτρης πως ήμουν εκεί.
Ξαφνικά έγινα πάλι εικοσιοχτώ χρονών. Είχα βαρεθεί αυτό το παιχνίδι. Ήθελα να τελειώνει. Κι όχι μόνο αυτό. Τη στιγμή που το αφεντικό καθόταν στον υπολογιστή, ο Δημήτρης ήρθε στο πλάι του καλάθου και μου φώναξε:
-Σε βρήκα!
Δεν έδωσα σημασία. Ήμουν πλέον ξανά εικοσιοχτώ χρονών.
-Πάτα "αποστολή"και έλα έξω από το κατάστημα, φώναξα στον κοντόχοντρο.
Ξεκίνησα με αργά βήματα να πηγαίνω μπροστά από τον κάλαθο, για να διασχίσω το δρόμο και να πάω έξω από το κατάστημα για να συναντήσω το αφεντικό. Βγαίνοντας από το κατάστημα, έσπρωξε την πόρτα για να κλείσει και μόλις κατέβηκε τα σκαλοπάτια χτύπησε ο ήχος του ηλεκτρονικού μηνύματος στο κινητό του. Με κοίταξε με απορία.
-Διάβασε το, του είπα.
Μέχρι να ξεκλειδώσει το κινητό και να μπει στο πρόγραμμα ανάγνωσης των ηλεκτρονικών μηνυμάτων του, είδα τη μορφή μου στην κλειστή πόρτα του καταστήματος.
Καμπουρωμένος από την κούραση, γυμνός από τη μέση και πάνω, με μισό, κατασχισμένο παντελόνι, ένα παπούτσι στο ένα πόδι και μια χιλιοτρυπημένη κάλτσα στο άλλο, όλα βρώμικα από χώματα και ιδρώτα, με πηχτό σκουροκόκκινο αίμα στις τρίχες του στήθους και της κοιλιάς μου, αναμαλλιασμένος και με την αριστερή πλευρά του προσώπου μου γδαρμένη και βουτημένη στο αίμα και την κόγχη του αριστερού μου ματιού εντελώς άδεια να αναβλύζει φρέσκο αίμα, ήμουν σίγουρος πως, όταν γύρισε το βλέμμα του πάνω μου, διάβαζε και στο τρελό χαμόγελο που σχημάτιζε το στόμα μου εκείνο ακριβώς που έλεγε και το μήνυμα που μόλις είχε παραλάβει με την υπογραφή μου από κάτω:
ΠΑΡΑΙΤΟΥΜΑΙ
αφιερωμένο στη Νεράιδα
ως "συμπλήρωμα διαστροφής",
αλλά και σε όποιον έχει ανάγκη ένα τέτοιο.