Το σαββατοκύριακο προμηνυόταν ηλιόλουστο και δροσερό και εντελώς ελεύθερο για τον ίδιο. Καμιά εργασία για τη σχολή, καμιά υποχρέωση, καμιά προγραμματισμένη συνάντηση. Η βόλτα της προηγούμενης νύχτας είχε πάει καλά. Ποτό, χοροί, κορίτσια, γκάζια. Ξύπνησε ορεξάτος. Έπλυνε το αυτοκίνητο του, όπως έκανε κάθε Σάββατο πρωί. Σκουπίζοντας το αργά, απολάμβανε την ομορφιά του, το εντυπωσιακό μεταλλικό μπλε χρώμα του, την αγριάδα που εξέφραζε το αμάξωμα και τις προσθήκες που ο ίδιος έκανε πάνω του για να του δώσει περισσότερη δύναμη και να το κάνει ανίκητο στις μάχες. Θαύμασε ξανά το δέρμα που έντυνε τους εσωτερικούς χώρους και συνεχάρη τον εαυτό του για τις επιλογές στα χρώματα των φωτεινών οργάνων με τις διάφορες ενδείξεις. Έβαλε το αγαπημένο του τραγούδι στο ράδιο, έκλεισε τις πόρτες και δυνάμωσε τέρμα την ένταση: το ηχοσύστημα που είχε προτιμήσει άξιζε και το τελευταίο σεντ. Βγήκε ξανά έξω από το αυτοκίνητο και απομακρύνθηκε δύο-τρία μέτρα για να μπορέσει να το χαζέψει ολόκληρο. Οι ασημένιες ζάντες γυάλιζαν στον πρωινό ήλιο, η αεροτομή έδινε στο όχημα έναν αέρα σιγουριάς και σοβαρότητας και η εξάτμιση με τη μεγάλη της διάμετρο διαλαλούσε από μακριά την τεράστια ιπποδύναμη του.
Την προηγούμενη νύχτα είχε κερδίσει τρεις αντιπάλους στους καθιερωμένους, παράνομους αγώνες ταχύτητας που διοργάνωναν όποτε έβγαιναν για ποτό στη συγκεκριμένη περιοχή της πόλης. Τους τελευταίους έξι μήνες που είχε στη διάθεση του το αγαπημένο του όχημα με όλες τις μετατροπές που είχε αποφασίσει να του κάνει, είχε χάσει μόνο δύο φορές από έναν και μόνο αντίπαλο, έναν του οποίου το αυτοκίνητο ήταν ακριβώς το ίδιο με το δικό του, αλλά με διαφορετικές μετατροπές. Έψαχνε συνεχώς να βρει πού υστερούσε το δικό του όχημα, για να το τελειοποιήσει και να μπορέσει να τον αντιμετωπίσει ξανά και να του πάρει επιτέλους την πρώτη θέση. Σήμερα, όμως, δεν είχε διάθεση να ασχοληθεί με αυτό το πρόβλημα.
Στην οδό Παρθενώνος κάθε Σάββατο πρωί και πάντα την ίδια ώρα, ένα λεπτοκαμωμένο κορίτσι μετρίου αναστήματος, με καστανά μαλλιά και ανοιχτόχρωμο δέρμα έβγαινε από σπίτι της, έχοντας στην αγκαλιά της μια κασετίνα και κάποια τετράδια και πήγαινε με τα πόδια στο πιο κάτω τετράγωνο για ιδιαίτερα μαθήματα Ιστορίας. Είχε συνήθως τα μαλλιά της ελεύθερα και φορούσε πολύ συχνά φούστες μέχρι το γόνατο και απλά, χαμηλά παπούτσια. Η Ιστορία ήταν το μοναδικό μάθημα που τη δυσκόλευε και είχε αποφασίσει η ίδια να παρακολουθήσει κάποια μαθήματα για βοήθεια. Όντας άριστη σε όλα τα υπόλοιπα μαθήματα, δεν ήθελε να αφήσει την Ιστορία να αμαυρώσει το απολυτήριο της.
Ήταν τελειόφοιτη λυκείου και τον είχε γνωρίσει πριν από ένα μήνα μέσω μιας φοιτήτριας φίλης της σε ένα καφέ. Όσο εκείνος της μιλούσε για θέματα που την ενδιέφεραν, του χάριζε την προσοχή της και του απαντούσε με σοβαρότητα. Η διάθεση της, όμως, άλλαξε μόλις μπήκαν στη συζήτηση τα αυτοκίνητα και η πολιτική. Δε διαφωνούσε σε κάτι· δε μπορούσε ούτε να συμφωνήσει αλλά ούτε και να διαφωνήσει, απλά επειδή δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με τα συγκεκριμένα θέματα. Εκείνος, όμως, επέμενε να ζητά απαντήσεις, τις οποίες δεν πήρε ποτέ. Θεώρησε ότι η κοπέλα τον αγνοούσε προκλητικά και ότι κρατούσε επιθετική στάση απέναντι του. Του άρεσε όμως. Είχε ακριβώς τον τύπο σώματος που του άρεσε και ήταν κατά γενική ομολογία αυτό που η κοινωνία ονομάζει "καλό κορίτσι". Αφού τα αντίθετα έλκονται, δε θα αργούσε μέχρι να υποκύψει στο φλερτ αυτού του ξενύχτη, γκαζάκια, νεαρού ομορφόπαιδου.
Γι'αυτό και σήμερα είχε προγραμματίσει μέσα στο μυαλό του να της έκανε μια επίσκεψη κατά τη διαδρομή της στο μάθημα. Ένα στιγμιαίο πέρασμα από δίπλα της με μεγάλη ταχύτητα θα ήταν αρκετό. Τον είχε ξαναδεί στο αυτοκίνητο του και θα τον αναγνώριζε εύκολα. Μετά θα της έστελνε ένα μήνυμα για να της προτείνει βόλτα όταν θα τέλειωνε το μάθημα της.
Η οδήγηση με μεγάλη ταχύτητα -νύχτα και μέρα- στους στενούς δρόμους του χωριού είχε γίνει πλέον συνήθεια γι'αυτόν και δεν ένιωθε το παραμικρό ίχνος φόβου.
Έκατσε στη θέση του οδηγού. Γύρισε το κλειδί στην υποδοχή και πάτησε με ένταση το γκάζι. Ο κινητήρας μούγκρισε σα θηρίο που το ξυπνούν βίαια μετά από βαθύ ύπνο μηνών. Χαμογέλασε ικανοποιημένος. Πάτησε ένα πλήκτρο και η οροφή ξεκίνησε να σηκώνεται, να μαζεύεται προς τα πίσω και να αποθηκεύεται στον ειδικό χώρο στο πορτ-μπαγκάζ. Γύρισε προς τα πάνω και είδε τον ολογάλανο ουρανό. Κάποια μικρά άσπρα σύννεφα απλά έσπαγαν τη χρωματική μονοτονία. Τυφλωμένος από τον ήλιο, έκλεισε τα μάτια του για μερικά δευτερόλεπτα και, αφού κατέβασε ξανά το κεφάλι, έβαλε όπισθεν και βγήκε από την αυλή του σπιτιού του.
Η οδός Παρθενώνος βρισκόταν μερικά στενά πιο κάτω. Είχε ακόμα μερικά λεπτά μέχρι την ώρα που το κορίτσι θα έβγαινε από το κάγκελο του κήπου τους, γι'αυτό πήγε μέχρι εκεί με χαμηλή ταχύτητα. Σταμάτησε κάτω από μια φοινικιά στην αρχή της οδού Παρθενώνος και περίμενε, παρακολουθώντας το σπίτι της. Το πόδι του χάιδευε το γκάζι και ο κινητήρας του αυτοκινήτου μουρμούριζε γεμάτος ανυπομονησία. Δύο μικροί έπαιζαν με τα ποδήλατα τους στο πεζοδρόμιο απέναντι από το σπίτι του κοριτσιού και μια κυρία σφουγγάριζε τη βεράντα του σπιτιού της λίγο πιο πάνω.
Η κοπέλα εμφανίστηκε. Φορούσε μαύρη φούστα και άσπρη μπλούζα και τα μαλλιά της έπεφταν μακριά μέχρι τη μέση της. Άνοιξε το κάγκελο, βγήκε, το έκλεισε πίσω της και ακολούθησε αντίθετη κατεύθυνση χωρίς να τον προσέξει καθόλου. Το σχέδιο του πήγαινε τέλεια! Την άφησε να προχωρήσει μερικά μέτρα.
Κατέβασε το χειρόφρενο, έβαλε πρώτη και πάτησε τέρμα το γκάζι. Το αυτοκίνητο, κάνοντας πολύ θόρυβο και βγάζοντας καπνούς από τα πίσω λάστιχα στην αρχή, ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα μέσα σε τρία δευτερόλεπτα στη στενή οδό Παρθενώνος. Όπως γυαλοκοπούσε στον πρωινό ήλιο, έμοιαζε με μπλε σφαίρα που πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά του θύματος της. Ένιωσε την αδρεναλίνη του στα ύψη. Χαμογελώντας πλησίασε το κορίτσι και πριν αυτή προλάβει να γυρίσει το κεφάλι της, πέρασε από δίπλα της, κάνοντας τα μαλλιά της να ανεμίσουν. Μόλις την προσπέρασε, και χωρίς να ελαττώσει καθόλου ταχύτητα, κοίταξε από το δεξί του καθρεφτάκι και την είδε που τον είδε. Την είδε που προσπαθούσε να συγυρίσει πάλι τα μαλλιά της. Την είδε που συνέχισε να προχωρεί με την κασετίνα και τα τετράδια παραμάσχαλα. Εκείνο που δεν είδε, όμως, ήταν μπροστά του, δύο μόλις μέτρα μετά την ολοκλήρωση της σκέψης ότι σίγουρα την είχε εντυπωσιάσει.
Ένα γατάκι.
Ένα γατάκι βρισκόταν χωρίς κανένα προφανή λόγο στην άσφαλτο. Είχε πορτοκαλί τρίχωμα με ανοιχτόχρωμες καφετιές ρίγες στην πλάτη και την ουρά του και άσπρη κοιλιά. Είχε γαλανά, λαμπερά μάτια, τα αυτάκια του φαίνονταν δυσανάλογα μεγάλα για το κεφάλι του και το σώμα του είχε μήκος ίσο με μιας ανθρώπινης πατούσας. Δε θα είχε κλείσει τους τρεις μήνες ζωής. Και βρισκόταν εκεί, σε απόσταση αναπνοής από ένα αυτοκίνητο που έτρεχε με τεράστια ταχύτητα.
Εκείνος δεν είδε το γατάκι. Δεν το είδε επειδή δεν του το επέτρεπε η ταχύτητα του. Δεν το είδε επειδή κοίταζε περισσότερο το δεξί του καθρεφτάκι παρά το δρόμο. Δεν το είδε επειδή το μυαλό του ήταν απασχολημένο με άλλου είδους σκέψεις. Δεν το είδε και πήγαινε κατευθείαν πάνω του. Κλάσματα δευτερολέπτου.
Το γατάκι είδε το αυτοκίνητο, όμως η ταχύτητα του σε συνδυασμό με τη δική του απειρία σε τέτοιες καταστάσεις, το καθιστούσαν παντελώς ανυπεράσπιστο. Έχοντας παγώσει από το φόβο, έκλεισε απλά τα μάτια.
Εκείνος, δύο μέτρα μακριά από το γατάκι, σκεφτόταν ότι είχε εντυπωσιάσει το κορίτσι. Η αμέσως επόμενη του σκέψη επρόκειτο να είναι πως θα δεχόταν σίγουρα να πήγαινε βόλτα μαζί του μετά το μάθημα της. Μια σκέψη, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ στο μυαλό του νεαρού.
Ελάχιστα κλάσματα δευτερολέπτου αργότερα, ο δεξιός τροχός της μπλε βολίδας ήρθε σε επαφή με το εύθραυστο, μικροσκοπικό κορμί του γατιού. Και τότε συνέβη.
Το γατάκι, παγωμένο και με μάτια κλειστά, έμεινε ακίνητο. Τη στιγμή που ο τροχός ακούμπησε το γατάκι, το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε τόσο βίαια που ο νεαρός οδηγός, άνετος όπως ήταν και χωρίς ζώνη ασφαλείας, εκσφενδονίστηκε από τον υαλοθώρακα, κάνοντας τον θρύψαλα. Η δύναμη της αδράνειας μάζεψε ολόκληρο το μήκος του μπλε αυτοκινήτου σε ένα μεταλλικό ακορντεόν, το οποίο έγειρε δίπλα στο πορτοκαλί ζώο αντηχώντας τη μελωδία του θανάτου. Γυαλιά θρυμματίστηκαν, λάστιχα εξερράγησαν, δέρματα γδάρθηκαν ανεπανόρθωτα, μυρωδιά καμένου μετάλλου πλανήθηκε στον αέρα. Τίποτε δε θύμιζε πως εκείνος ο σωρός ήταν, μέχρι πριν μερικά δευτερόλεπτα, ένα αυτοκίνητο. Κινητήρας, κιβώτιο ταχυτήτων, τιμόνι, πολυθρόνες, σκελετός - κανένα δεν ξεχώριζε από τα υπόλοιπα.
Το γαλανομάτικο γατάκι, χωρίς καμιά συνείδηση του τι είχε μόλις συμβεί και αφού ξεπέρασε το φόβο του, περπάτησε δώδεκα μέτρα παρακάτω, πλησίασε το άψυχο σώμα του νεαρού που κείτονταν μπρούμυτα στην άσφαλτο με κατασχισμένα ρούχα και αρθρώσεις σε γωνίες καθόλου ανθρώπινες και ξεκίνησε να γλείφει το αίμα από το εντελώς λιωμένο του πρόσωπο και να τρώει κομμάτια από το σκορπισμένο τριγύρω μυαλό του.
Γεια σου, Galάκι..