Κάθε φορά:
Πάω στον παππού, που, αν δεν τζοιμάται στο δωμάτιο τους, με τη μάσκα του οξυγόνου του, κάθεται στην καρέκλα του με τα οξυγόνα του μες στη μούττη τζιαι κάμνουμεν την ττόκκα μας. Φιλιούμαστεν δεξιά-αριστερά. Χαϊδεύκω του τα μαλλιά του τζιαι κάμνει πως δυσανασχετεί.
-Γεια σου, Αρχηγέ μου.
-Στο καλόν, αρχηγέ μου.
Μετά πάω στη γιαγιά. Μεγάλη, σφιχτή αγκαλιά ώσπου να ξισιειλίσει η αγάπη. Κάμποσα φιλιά. Στεκούμαστεν στην πόρτα κανένα πεντάλεπτο. Αγάπες τζιαι ευτζιές τζιαι χαιρετίσματα σε ούλλους τζιαι να προσέχετε τζιαι σκέφτουμαι σας τζιαι η Παναγία μαζί σου γιε μου.
-Γεια σου, γιαγιάκκα μου.
-Στο καλό τζιαι η Παναγία μαζί σου, γιε μου.
Κατεβαίνω τα σκαλιά. Πάω να φύω τζιαι ξαναγυρίζω πίσω.
-Γεια σου, Αρχηγέ μου!
-Στο καλόν είπαμεεεεεν, τάχα ενοχλημένος.
Πάω δίπλα, στην αυλή μας, μπαίνω στο αυτοκίνητο. Ξεκινώ τζιαι φεύκοντας περνώ μπροστά που την αυλή τους. Η γιαγιά στην πόρτα να με ποσιαιρετά με τα χέρια ίσια πάνω τζιαι εγώ σιαιρετώ την μέσα που το αυτοκίνητο χαμογελαστός.
Σήμερα:
Ο παππούς εν ήταν στην καρέκλα του. Εκάθουνταν άλλοι, θείοι τζιαι συγγενείς τζιαι φίλοι.
Επήα στη γιαγιά. Πρησμένα μμάθκια, ολοκόκκινα. Ολόασπρη. Η ανάσα της εμύριζεν άσχημα. Σχεδόν 36 ώρες θεονήστικη. Μεγάλη αγκαλιά τζιαι φιλιά. Εχαΐδεψα της τα μαλλιά της.
-Αγαπώ σε, εψιθύρισα της μες το αυτί.
-Τζιαι γιω, γιε μου, προσπαθώντας να μεν κλάψει τζι'άλλο μπροστά στον κόσμο.
Εξαναγύρισα προς την καρέκλα του παππού. Εν ήταν τζιαμαί. Επήα στο δωμάτιο τους. Το κρεβάτι στρωμένο.
-Ας εν τζιαι με τη μάσκα ρε Αρχηγέ μου..
Έκατσα στη γωνιά, στα σκοτεινά τζιαι έκλαψα. Ήρτεν η αρφή μου που με γύρευκεν. Αγκάλιασε με. Έμεινα ξανά λλίο μόνος μου. Εσκούπισα τα μμάθκια μου τζιαι επήα ποτζεί.
-Γεια σου, γιαγιάκκα μου.
-Στο καλό τζιαι η Παναγία μαζί σου, γιε μου.
Εν εξαναγύρισα να γυρέψω τον παππού.
Επήα στο αυτοκίνητο. Εν έφκηκε στην πόρτα να με ποσιαιρετήσει η γιαγιά. Πρώτη φορά μετά που πόσα χρόνια.. Δικαιούται.
Γεια σου, Αρχηγέ μου!