Εκείνη τη χρονιά η μικρή πολιτεία αντιμετώπισε μια πρωτόγνωρη κατάσταση.
Ο καιρός είχε αρχίσει εδώ και μερικά χρόνια να γίνεται λιγότερο χειμωνιάτικος αυτές τις μέρες. Οι βροχές λιγόστευαν και τα χιόνια αργούσαν να έρθουν, όμως το τσουχτερό κρύο συνεχιζόταν για όλες τις συννεφιασμένες γιορτινές μέρες, μέχρι και τις αρχές του επόμενου χρόνου. Γι' αυτό και όταν κατέληξε ολόκληρος ο Δεκέμβριος να έχει και ηλιοφάνεια, κανένας δεν εξεπλάγη. Είχαν ξεχάσει σιγά-σιγά και τα χόνια και τις βροχές και δεν τους έλειπαν καθόλου πια.
Είχε ήδη έρθει η μέρα των Χριστουγέννων, μα πολύς κόσμος ήταν μες στο άγχος και την ανησυχία, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες χρονιές που περνούσαν τα Χριστούγεννα γελώντας και τρώγοντας σε τραπέζια εφοδιασμένα με ό,τι μπορούσε να ζωγραφίσει η φαντασία. Εκείνη τη χρονιά πολλοί άνθρωποι στη μικρή πολιτεία περπατούσαν πάνω-κάτω με σκυμμένα κεφάλια, φανερά αγωνιώντας, και είχαν νεύρα, τα οποία έβγαζαν πάνω σε άλλους που δεν τους είχαν κάνει κάτι κακό. Οι περισσότεροι είχαν περιπέσει σε τόσο κακή διάθεση, που δεν έδιναν σημασία ούτε καν στα παιδάκια τους, που τους ζητούσαν δώρα και λίγο από το χρόνο τους. Δεν τους ένοιαζε πλέον αν ήταν Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά -έμοιαζαν κλεισμένοι σε ένα δικό τους, αποκλειστικό κόσμο, στον οποίο ο αέρας είχε χρώμα βαθύ γκρίζο.
The Complete Post..