Κείνο το απόγευμα
έστρεψα το βλέμμα μου δυτικά
-ρουτίνα, πλέον, αυτή η κίνηση τέτοια ώρα-
για ν'αποχαιρετήσω πάλι τον Ήλιο.
Κι έβλεπα τα χρώματα,
πορτοκαλί και μωβ και κόκκινο και ροζ,
να τον συνοδεύουν
παρέα με κάτι σύννεφ'απαλά.
Μα δε μπόρεσα ν'αναγκάσω
τα μάτια μου να ξεγελαστούν,
κι αναγνώρισαν τον παρείσακτο
που κρυβόταν μες στα σύννεφα.
Ξεχώρισαν τον καπνό
που μάταια προσπάθησε
να περάσει απαρατήρητος
εν μέσω των νεφών.
Είδαν τις μορφές των δέντρων,
των λουλουδιών και των θάμνων,
των αμέτρητων ανυπεράσπιστων ζώων,
μα και δύο ένστολων ανδρών,
είδαν όλα όσα πήρε η φωτιά
και τα 'στειλε στα ουράνια
μέσα σε δυο στιγμές,
μετενσαρκώνοντάς τα
σε μαύρο, πυκνό καπνό.
Η μύτη μου πήγε κι έφερε
μνήμες της ομορφιάς που χάθηκε,
που δε θα μυρίσουν όσο ζουν
ούτε καν τα εγγόνια μου.
Τ'αυτιά μου άκουσαν ξανά
τ'άδεια λόγια που μας πουλούν
οι επαγγελματίες ψεύτες
-οι πρόεδροι
κι οι υπουργοί
κι οι βουλευτές-
τα ίδια ακριβώς
που θ'ακούν και τα δισέγγονά μου.
Και μόλις ο Ήλιος χάθηκε
πίσω απ'τα κατάμαυρα βουνά,
αφήνοντας τον καπνό
παρέα με λίγα σύννεφα,
ένιωσα μέσα μου βαθιά
πως ήμουν θλιβερός
μάρτυρας δυο δύσεων.