Κάποτε γίνεσαι εικοσιοχτώ χρονών για να αποφασίσεις να παραστείς στην πρώτη κηδεία στη ζωή σου από την αρχή μέχρι το τέλος της. Κάποτε γίνεσαι εικοσιοχτώ χρονών για να δακρύσεις δημόσια, ανάμεσα σε τόσον κόσμο. Κάποτε βγαίνεις ψεύτης χωρίς να το επιδιώξεις. Κάποτε ο χαμός ενός ανθρώπου, με τον οποίο είχες χρόνια να συναναστραφείς ουσιαστικά, σε κάνει να νιώθεις τόσο πνιγμένος. Κάποτε μια μορφή χαράζεται τόσο γλυκά στη μνήμη σου, όσο αρρενωπή και δυναμική κι αν ήταν πριν από το τέλος της.
Κάποτε ένας τεράστιος ναός γεμίζει σε κηδεία περισσότερο απ' όσο γεμίζει το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Κάποτε σ' αυτόν τον τεράστιο ναό, στον οποίο πάντα επικρατεί η μουρμούρα και το κουτσομπολιό, ακούγονται μόνο οι αποχαιρετηστήριες ψαλμωδίες και οι βαριές από το κλάμα ανάσες. Κάποτε παρίστανται σε κηδεία άνθρωποι που δηλώνουν άθεοι ή αγνωστικιστές, παιδιά του δημοτικού, νεαροί με μαλλιά και τατουάζ και δερμάτινα και σκουλαρίκια, νεαρές με ξώβυζα και μίνι, στρατιώτες και στρατιωτικοί, πολιτικοί, φυλακισμένοι, μοναχές, σύσσωμο το ιερατείο μιας ολόκληρης Μητρόπολης, άνθρωποι σε καροτσάκια, σχεδόν όλος ο πληθυσμός δύο χωριών και κόσμος των περιχώρων, ηλικιωμένοι που μετά δυσκολίας καταφέρνουν να μετακινηθούν. Κάποτε σε κηδεία όλοι, ΟΛΟΙ, είναι ειλικρινώς θλιμμένοι. Κάποτε σε κηδεία ο Δεσπότης δακρύζει και κλαίει με αναφιλητά ενώ διαβάζει τον επικήδειο. Κάποτε οι ογδοντάχρονοι του χωριού δηλώνουν ότι "πάντως τόσον κόσμο σε κηδεία, πρώτη φορά είδα". Κάποτε όλοι ξέρουν, αγαπούν, σέβονται και εκτιμούν έναν παπά.
Τον είχα δει πριν από μια βδομάδα.
-Ρε Αντρίκκο, έλα δα ρε!
-Γεια σου, πάτερ μου. Του έδωσα το χέρι, μου το έσφιξε και το έφερε πάνω κάτω δυναμικά, όπως έκανε πάντα.
-Είσαι καλά ρε;
-Καλά είμαι, πάτερ μου. Εσύ;
-Μα εχάθηκες τέλεια. Λαλώ τζιαι γω "πού εν ο Αντρίκκος μας; Επήεν πάνω;", και γύρισε το χαμογελαστό του βλέμμα στον ουρανό.
-Είμαι μαζί σας ακόμα, πάτερ μου.
-Πότε εννά 'ρτεις να σε δούμεν;
-Εννά 'ρτω, πάτερ μου, εννά 'ρτω.
Εν σου είπα ψέματα, πάτερ μου. Εννα έρκουμουν. Έχω το ανάγκη να σου μιλήσω, αλλά εβιάστηκες τζιαι έφυες. Επήες να κάμεις ροδόστεμμαν του Θεούλλη. Ας είναι. Μακάρι να είσαι καλά τζειπάνω τζιαι μακάρι να συνεχίσεις να προσεύχεσαι για μας όπως έκαμνες πάντα.
Κάποτε ένας άνθρωπος καταφέρνει να γίνει αγαπητός από όλους όσους τον ξέρουν. Κάποτε ένας άνθρωπος καταφέρνει να εισπράττει την αγάπη και το σεβασμό των γύρω του όσο είναι εν ζωή. Κάποτε ένας άνθρωπος φεύγει και το κενό που αφήνει είναι πραγματικά δυσαναπλήρωτο. Κάποτε ένας άνθρωπος φεύγει και ένα χωριό κηρύσσει τριήμερο πένθος.
Γεια σου, πάτερ μου.
28 Μαΐου 2013