Στάθηκε μπροστά από το σημείο όπου ο τοίχος σχημάτιζε γωνία. Είχε τα πόδια του ανοιχτά, για ισορροπία. Το εξωτερικό του δεξιού του ποδιού ακουμπούσε το κατώτατο σημείο της γωνιάς του τοίχου. Τα χέρια του κρέμονταν στις δύο πλευρές του σώματος του, σφιγμένα και κάθιδρα. Το καθένα κατέληγε σε μια συμπαγή γροθιά. Ο λαιμός του τεντωμένος, στήριζε το κεφάλι του, ολοκληρώνοντας την εικόνα της ευθυτενούς στάσης του.
Ήταν γυμνός. Ελαφρώς φαλακρό κεφάλι, μεγάλα ρουθούνια, ενάμισι πηγούνι, υπερβολικά τριχωτοί ώμοι, πλάτη, στέρνο, χαλαρά μπράτσα, στήθος δεκαεξάχρονης μαθήτριας, κοιλιά πενηντάχρονου μπυρόβιου, πέος μετρίως μέτριο, χοντρά πόδια, στραβός αστράγαλος, κοντόχοντρα δάχτυλα. Εκείνος. Ο εαυτός του. Η ελαττωματική τελειότητα που του είχε κληρωθεί.
Στεκόταν, έχοντας τη γωνία του τοίχου ακριβώς στα δεξιά του. Τα μαλλιά του, λαδωμένα και απεριποίητα, δεν έδειχναν οποιοδήποτε σημάδι χτενίσματος ή κουρέματος. Το μέτωπο του είχε χαραχτεί από τρεις οριζόντιες ρωγμές. Τα φρύδια του, μαύρα και άγρια, έκαναν σκιά στα δύο του μάτια. Στα δύο του μάτια, τα οποία συνόψιζαν τις έννοιες της παράνοιας και της απόγνωσης, του θυμού και της απογοήτευσης. Γουρλωμένα, όπως ήταν, με το μαύρο τους χρώμα να λάμπει μέσα στο απαλό σκοτάδι του χώρου, έμοιαζαν με ολοκαίνουργιους βόλους που πρώτη φορά έριξε κάποιο παιδί μια βροχερή μέρα, στο πρώτο φως μετά την καταιγίδα. Τα μεγάλα του ρουθούνια πηγαινοέρχονταν με μανία στο ρυθμό της αναπνοής του. Κρατούσε το στόμα του κλειστό. Τα δόντια του σφιγμένα, η γλώσσα του αναπαυόταν στο λίκνο της. Τα γένια του είχαν αγριέψει και δεν επιδέχονταν φροντίδας. Δε χρειαζόταν πλέον.
Στεκόταν. Με κλειστό το στόμα πήρε μιαν αργή, βαθιά εισπνοή από τα ρουθούνια και γέμισε τους πνεύμονες του, ανασηκώνοντας το θώρακα και τους ώμους του. Τα μάτια του, ορθάνοιχτα, γούρλωσαν λίγο ακόμα· σχεδόν σπινθήριζαν. Τα χέρια του έσφιξαν λίγο ακόμα· σχεδόν έτρεμαν από την ένταση. Έγειρε τον κορμό του στα αριστερά, πήρε φόρα και τον έφερε με δύναμη προς τα δεξιά, καρφώνοντας το κεφάλι του στη γωνία του τοίχου. Η σφοδρότητα του χτυπήματος ήταν τόση, που το κεφάλι, αντί να αναπηδήσει πάνω στον τοίχο και να ξαναπεταχτεί στα αριστερά, έμεινε ακίνητο. Η γωνία του λευκού τοίχου είχε χωθεί μέσα του με έναν ανατριχιαστικό ήχο. Το κρανίο του είχε ανοίξει. Αίμα λέρωσε τον τοίχο και τους φρεσκογκριζαρισμένους κροτάφους του. Μια γλυκιά ζάλη τον τύφλωσε στιγμιαία. Καθόλου πόνος. Κι άλλο.
Με την ίδια κίνηση, αλλά χρησιμοποιώντας περισσότερη δύναμη και ώθηση από τους ώμους του, έφερε για δεύτερη φορά το κεφάλι του πάνω στη γωνία του τοίχου. Μια πνιχτή κραυγή τού ξέφυγε. Κραυγή απελευθέρωσης κι όχι πόνου. Το αίμα ανάβλυζε πάνω από το δεξί του αυτί. Τα μάτια του θόλωσαν. Η αναπνοή του δυσκόλεψε. Οι ανάσες του έγιναν πιο γρήγορες. Από τις γωνιές του στόματος του και το δεξί του ρουθούνι κυλούσε αίμα. Άνοιξε τα χείλη του φανερώνοντας δύο σειρές ματωμένα δόντια, σφιγμένα ακόμα. Τα χέρια του έτρεμαν έντονα.
Το σχέδιο του ήταν, μετά από τα δύο πρώτα χτυπήματα, να σταματούσε. Να έβαζε την παλάμη στη ρωγμή του κεφαλιού του και να άρπαζε τον εγκέφαλο του. Να τον έφερνε μπροστά του. Να τον εξερευνούσε με τα ίδια του τα μάτια. Να έβλεπε από πού προερχόταν αυτό το μόνιμο βουητό. Πού γεννιόνταν όλες εκείνες οι σκέψεις· οι αρρωστημένες, απαισιόδοξες, καταθλιπτικές, αντικοινωνικές, μισάνθρωπες εκείνες σκέψεις. Σε ποιό σημείο συναντιώνταν οι νευρώνες του εγκεφάλου με εκείνους της καρδιάς κι έκαναν τα αισθήματα τόσο ανθεκτικά στην καταπολέμηση τους. Σε ποιά κύτταρα κρύβονταν το άγχος και οι ανησυχίες. Πόσα γραμμάρια φαιάς ουσίας ήταν υπεύθυνα για τις εικόνες και τους ήχους και τις μυρωδιές που είχε στο μυαλό του. Ποιός τομέας ήταν αρμόδιος για την παρανοϊκή του φαντασία. Να έβρισκε πού κατοικούσαν οι σκέψεις του που περιείχαν εκείνην, να τις έπαιρνε προσεκτικά και να τις έβαζε πίσω στη θέση τους. Και το υπόλοιπο να το έκανε ό,τι ήθελε εκείνη τη στιγμή. Να το έλιωνε μέσα στην παλάμη του; Να το έτρωγε; Να το πετούσε στον απέναντι τοίχο; Να το έβαζε κάτω και να το πατούσε; Να άνοιγε το παράθυρο και να το έριχνε στο γάτο; Να το έκανε ό,τι του ερχόταν, ό,τι τον παρέσερνε η αρρωστημένη του έμπνευση να το κάνει.
Τα δύο πρώτα χτυπήματα ήταν το σημείο μέχρι το οποίο πήγαν όλα σύμφωνα με το σχέδιο του. Μετά το δεύτερο χτύπημα συνέχισε να μη νιώθει πόνο, αλλά μια γλυκιά ζαλάδα, μιαν απόκοσμη μέθη, μια μικρή νιρβάνα. Τα μάτια του είχαν θολώσει και κάθε ίχνος λογικής είχε εξατμιστεί από μέσα τους. Παράνοια και θυμός. Αλλοφροσύνη και απόγνωση. Αυτά είχαν μείνει. Αυτά τον κρατούσαν ζωντανό με ορθάνοιχτο κρανίο και πολλά λίτρα αίματος σκορπισμένα παντού. Αυτά τον αποτελούσαν πλέον. Και έπρεπε να τραφούν με εκείνη τη γλυκιά αίσθηση χασίματος.
Κατάφερε να ολοκληρώσει ακόμα έντεκα χτυπήματα πάνω στη γωνία εκείνου του τοίχου, δίπλα στον οποίο αμέσως μετά σωριάστηκε το σώμα του, ντυμένο με όλα του τα ελαττώματα, κολυμπώντας μέσα στο αίμα του, συνοδευόμενο από κομμάτια του εγκεφάλου και του κρανίου του. Δεν είχε αφήσει κανένα σημείωμα, δεν είχε προειδοποιήσει κανέναν. Δε χρειαζόταν. Όλοι ήξεραν ότι πάλευε να ξεφύγει από κάτι.
Είχε, όμως, ελευθερωθεί;
Τα δύο πρώτα χτυπήματα ήταν το σημείο μέχρι το οποίο πήγαν όλα σύμφωνα με το σχέδιο του. Μετά το δεύτερο χτύπημα συνέχισε να μη νιώθει πόνο, αλλά μια γλυκιά ζαλάδα, μιαν απόκοσμη μέθη, μια μικρή νιρβάνα. Τα μάτια του είχαν θολώσει και κάθε ίχνος λογικής είχε εξατμιστεί από μέσα τους. Παράνοια και θυμός. Αλλοφροσύνη και απόγνωση. Αυτά είχαν μείνει. Αυτά τον κρατούσαν ζωντανό με ορθάνοιχτο κρανίο και πολλά λίτρα αίματος σκορπισμένα παντού. Αυτά τον αποτελούσαν πλέον. Και έπρεπε να τραφούν με εκείνη τη γλυκιά αίσθηση χασίματος.
Κατάφερε να ολοκληρώσει ακόμα έντεκα χτυπήματα πάνω στη γωνία εκείνου του τοίχου, δίπλα στον οποίο αμέσως μετά σωριάστηκε το σώμα του, ντυμένο με όλα του τα ελαττώματα, κολυμπώντας μέσα στο αίμα του, συνοδευόμενο από κομμάτια του εγκεφάλου και του κρανίου του. Δεν είχε αφήσει κανένα σημείωμα, δεν είχε προειδοποιήσει κανέναν. Δε χρειαζόταν. Όλοι ήξεραν ότι πάλευε να ξεφύγει από κάτι.
Είχε, όμως, ελευθερωθεί;