Εχτές, Κυριακή μεσημέρι. Ετρώαμεν οικογενειακώς. Εχτύπησε το τηλέφωνο μου. Ήταν η θεία μου, η αρφή του τζύρη μου, με την οποίαν εν βρεθούμαστεν συχνά, η οποία εν είσιεν τον αριθμό μου τζιαι γι' αυτόν ετηλεφώνησε μου που το τηλέφωνον του γιου της. Ανησύχησα επειδή τούτη η θεία μου, εδώ τζιαι πάρα πολλά χρόνια, προσέχει τζιαι κάμνει τη νοσοκόμα της γιαγιάς μου, της μάνας της, αφού τα σπίθκια τους εν κολλητά. Δυστυχώς ούτε με τη συγκεκριμένη γιαγιά εβρεθούμασταν συχνά για πολλά χρόνια, αλλά τωρά τελευταίως πάμεν λλίες φορές τον μήνα τζιαι θωρούμεν την. Είμαστεν στο ίδιο χωρκό, αλλά ποττέ εν είχαμε τη σύνδεση ή τη σχέση που έχουμε με τη μάνα της μάνας μας.
Ερώτησα την αν εν καλά η γιαγιά τζιαι εκαθησύχασε με πως ήταν καλά. Όσο καλά εμπορούσε να είναι, σχεδόν ακίνητη, κατάτζοιτη στο κρεβάτι, με πάνες τζιαι καθετήρα τζιαι μηχανή για οξυγόνο. Πριν μερικές εφτομάδες μάλιστα, ειδοποιήσαν μας ότι η γιαγιά είπεν πως πεθανίσκει τζιαι ήθελεν να μας δει πριν πεθάνει τζιαι επήαμεν άρον-άρον. Εξεπέρασεν το, όμως, τζιαι ήταν τζιαι εχτές καλά τζιαι σταθερή. Τζιαι τι ήθελεν η θεία;
The Complete Post..